- οιέτης
- οἰέτης, -ες (Α)(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < ὀ-* (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομο-έτης), με μετρική έκταση τού -ο- σε οι-. Τύπος με ομαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία τού οποίου γεννά απορίες].
Dictionary of Greek. 2013.