οιέτης

οιέτης
οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < -* (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομο-έτης), με μετρική έκταση τού -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία τού οποίου γεννά απορίες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰέτης — masc/fem acc pl (attic epic doric) οἰέτης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οἰέτης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰέτεας — οἰέτης masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰέτεος — οἰέτης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • οέτεας — ὀέτεας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους βαρβάρους) «ὁ καλλίθριξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] …   Dictionary of Greek

  • οιέτεας — οἰέτεας (Α) αιτ. πληθ. αντί οέτεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”